αναγχιππώ — ἀναγχιππῶ ( έω) (Α) με εξαναγκάζουν να υπηρετήσω ως ιππέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από αμάρτ. αρχ. *ἀνάγχιππος. (Το ἀνάγχιπποι* που μαρτυρείται είναι μσν.) (πρβλ. ἀναγκοσιτῶ, ἀναγκοτροφῶ, ἀναγκοφαγῶ, ἀναγκοφορῶ)] … Dictionary of Greek
λιποστρατώ — λιποστρατῶ, έω (Α) εγκαταλείπω τον στρατό, αρνούμαι να υπηρετήσω σ αυτόν, λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιπόστρατος (το παραδιδόμενο είναι νεώτερο) < λιπ(ο) * + στρατός] … Dictionary of Greek
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek